λέντο

λέντο
μουσ.
1. μουσικός όρος που δηλώνει ότι ένα τεμάχιο πρέπει να εκτελεστεί αργά, μεταξύ τού λάργκο και τού αντάτζιο
2. το μουσικό τεμάχιο που εκτελείται με αυτήν τη ρυθμική αγωγή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. lento «αργός»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”